σμίγω

σμίγω
(αόρ. εσμιξα) 1. μετ.
1) смешивать; соединить; сливать; 2) встречать, находить (кого-л.); 3) женить; выдавать замуж; 2. αμετ. 1) смешиваться; соединяться; сливаться; 2) присоединяться, приставить; 3) встречаться; соединяться;

σμίγω στόμα με στόμα — целоваться;

4) жениться; выходить замуж;

§ βουνό με βουνό δε σμίγει — погов, гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдётся


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σμίγω" в других словарях:

  • σμίγω — σμίγω, έσμιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σμίγω — ΝΜΑ, και σμίχω ΝΜ, και μίγω ΜΑ αναμιγνύω, ανακατεύω νεοελλ. 1. συναντώ κάποιον («τις προάλλες έσμιξα τον Κώστα») 2. συναντιέμαι με κάποιον («έχουμε να σμίξουμε πέντε μήνες») 3. ενώνομαι με άλλους, προχωρώ ή ενεργώ με άλλους («μην πορπατούσι… …   Dictionary of Greek

  • σμίγω — έσμιξα, σμίχτηκα 1. αναμειγνύω: Έσμιξαν τα δυο κοπάδια. 2. συναντώ: Βουνό με βουνό δε σμίγει. 3. αποκαθιστώ σχέσεις: Έσμιξε ξανά με τον άντρα της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροσμίγω — σμίγω, ενώνω τα άκρα δύο αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + σμίγω] …   Dictionary of Greek

  • ημεροσμίγω — σμίγω, συναντιέμαι, συνάπτομαι απαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + σμίγω] …   Dictionary of Greek

  • ερωτοσμίγω — σμίγω, ενώνομαι ερωτικά …   Dictionary of Greek

  • άσμιχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αναμιχθεί, ν ανακατευτεί με κάτι άλλο 2. εκείνος που δεν έρχεται σε επικοινωνία με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της λ. συνδέει τη λ. με το αρχ. άμικτος, οπότε το σ θα οφείλεται σε ετυμολογική επίδραση του… …   Dictionary of Greek

  • έσμιξη — η [σμίγω] 1. σμίξη, συνάντηση 2. συνοικέσιο, γάμος …   Dictionary of Greek

  • ανταμώνω — [αντάμα] 1. συναντώ, συντυχαίνω κάποιον, σμίγω 2. (μτβ.) συνενώνω, συνδέω …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • μίγω — (ΑΜ) βλ. σμίγω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»